- δεκασταδιαίος
- δεκασταδιαῑος, -α, -ον (Α)αυτός που έχει διαστάσεις δέκα σταδίων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκασταδιαίας — δεκασταδιαίᾱς , δεκασταδιαῖος ten stadia high fem acc pl δεκασταδιαίᾱς , δεκασταδιαῖος ten stadia high fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκασταδιαίαν — δεκασταδιαίᾱν , δεκασταδιαῖος ten stadia high fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)